- σπιρτόκουτο
- το, Νβλ. σπιρτοκούτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπιρτοκούτι — και σπιρτόκουτο, το, Ν κουτί με σπίρτα, το οποίο έχει τις πλάγιες επιφάνειες επικαλυμμένες με ειδικό επίχρισμα ώστε να ανάβει το σπίρτο όταν τριφθεί … Dictionary of Greek